Πτόλιν

Πτόλιν
Πτόλις
city
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πτόλιν — πόλις city fem acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • εξάνειμι — ἐξάνειμι (Α) [ἄνειμι] 1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», Θεόκρ.) 2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.) 3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν …   Dictionary of Greek

  • ηλασκάζω — ἠλασκάζω και ἠλυσκάζω (Α) 1. περιφέρομαι, περιπλανώμαι («ὑπὸ πτόλιν ἠλασκάζων», Ομ. Ιλ.) 2. ξεφεύγω, αποφεύγω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. τού ηλάσκω*] …   Dictionary of Greek

  • κοχλάζω — και χοχλάζω (Α κοχλάζω και καχλάζω) (για νερό ή άλλο υγρό) αναταράσσομαι από τον βρασμό, βράζω έντονα («φιάλην ἐν ἧ στάλαγμα ἐκάχλαζεν ἀκηροτάτου πόματος», Φιλόστρ.) νεοελλ. 1. μτφ. βρίσκομαι σε μεγάλη ένταση («κοχλάζει το μίσος του») 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”